- καταλλακτικός
- καταλλακτικός, -ή, -όν (Α) [καταλλάσσω]ο ικανός για συνδιαλλαγή, ειρηνευτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταλλακτικόν — καταλλακτικός easy to reconcile masc acc sg καταλλακτικός easy to reconcile neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλλακτικώτερος — καταλλακτικός easy to reconcile masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)